- Κούφη
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 144 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 21 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαππαίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κούφη — κού̱φη , κοῦφος light fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούφῃ — κού̱φῃ , κοῦφος light fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste lateinischer Phrasen/S — Lateinische Phrasen A B C D E F G H I L M N O P Q R S T U V Inhaltsverzeichnis 1 … Deutsch Wikipedia
Rethymno — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου … Deutsch Wikipedia
PELTA — non minus ac Certa, breve scutum, parmabrevius et mobilius. Cetris enim non dissimiles Peltas fuisse Eruditi observant. Claud. Aelianus in Tacticis c. 2. Τούτοις γὰρ πέλτης μικρόν ἐςτι καὶ ἐλαφρὸν ὅπλον. Suidas et Index vocum militar. Πέλτη,… … Hofmann J. Lexicon universale
κίβδος — κίβδος, ὁ, πιθ. και κίβδη, ἡ (Α) σκουριά ή κράμα μετάλλων με τα οποία νοθευόταν ο χρυσός («τὴν δὲ σκωρίαν καὶ κίβδον ἐκάλεσαν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Έγινε προσπάθεια συνδέσεως του με τη γλώσσα του Ησυχίου κίβον ἐνεόν, δηλ. «κουφό». Υπάρχουν… … Dictionary of Greek
καταμπέχω — και καταμπίσχω (Α) 1. περιβάλλω, περικλείω (α. «εὔψυχον ἄνδρα κούφῃ καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ χθονί», Ευρ. β. «μηκάδων μέλη, χλόην καταμπέχοντα», Αντιφάν.) 2. καλύπτω, σκεπάζω («ἐπειρῶντο μὲν τὲν αἴσθησιν άποκρύπτειν τὰ κράνη καταμπέχοντες»,… … Dictionary of Greek
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
πινακωτή — η, Ν 1. σανίδα με χωρίσματα ὁπου τοποθετείται το ψωμί για να μεταφερθεί στον φούρνο 2. ονομασία παιδικού παιχνιδιού με επανάληψη τής φράσης πινακωτή πινακωτή, απ τ άλλο μου τ αφτί γιατί ναι ημάννα μου κουφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός… … Dictionary of Greek
σίκκα — Α (κατά τον Ησύχ.) «κούφη» … Dictionary of Greek